Η Ι.Μ. ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής (18ου αιώνα) βρίσκεται 4 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του νησιού. Kτισμένο πάνω σε καταπράσινη πλαγιά, με θέα προς τη θάλασσα, αποτελεί δείγμα νησιωτικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Συνδυάζει τη γαλήνη με την απλότητα και τη γραφικότητα. Στην είσοδο της Μονής υπάρχει η φημισμένη πηγή για τις θεραπευτικές της ιδιότητες, από την οποία πήρε το όνομα της η Μονή στην πλευρά ενός χειμάρρου, κάτω από πανύψηλα πλατάνια, πάνω απο τη θάλασσα.
Το μοναστήρι περιτριγυρίζεται από ψηλά και ισχυρά τείχη, χωρίς ανοίγματα. Υπάρχει μόνο η κεντρική πύλη και οι πολεμίστρες. Στον ορθογώνιο περίβολο, βρίσκεται ο ναός, το καθολικό και οι οικογενειακοί τάφοι του Τομπάζη, του Ν. Αποστόλη και του Υδραίου ναυάρχου Αν. Μιαούλη. Στο ναό κυριαρχεί η απλότητα, χωρίς πολλές τοιχογραφίες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πολύτιμο ξυλόγλυπτο τέμπλο που φιλοτεχνήθηκε στην Καππαδοκία της Μ. Ασίας τον 17ο αιώνα, το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι και ο επιβλητικός επισκοπικός θρόνος. Ο ναός είναι τύπου Βασιλικής με τρούλο και πυργοειδές κωδωνοστάσιο. Γενικά η κατασκευή είναι παράδειγμα νησιώτικης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.
H Μονή ιδρύθηκε το 1720 απο τον Μητροπολίτη Αθηνών Ιάκωβο Β΄, ο οποίος επισκέφθηκε το προϋπάρχον Μοναστήρι των Ταξιαρχών (πιθανόν 14ου αι.), ήπιε νερό απο την παραπλήσια πηγή και θεραπεύθηκε από την χρόνια λιθίαση απο την οποία έπασχε και γι’ αυτό ίδρυσε τό Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής με δική του δαπάνη και από διάφορες εισφορές κατοίκων του Πόρου.
Το 1770 ένας από τους Αγιορείτες "κολλυβάδες" μοναχούς της Μονής Προφ. Ηλία της Ύδρας, ο ιερομόναχος Φιλόθεος έμεινε για ένα διάστημα στο Μοναστήρι του Πόρου, πριν εγκαταβιώσει οριστικά στη Λογγοβάρδα της Πάρου. Η Μονή χαρακτηρίσθηκε ως σταυροπηγιακή με σιγίλλιο του Πατριάρχη Παϊσίου Β΄ (σήμερα Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού), το οποίο ανανέωσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄(Μάρτιος 1798).
Αργότερα, το 1798 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' με συγγίλιον του, το οποίο φυλάσσεται εις το Αρχονταρίκι της Ι. Μονής, επικυρώνει το Πατριαρχικό έγγραφο του Πατριάρχου Παϊσίου περί του σταυροπηγίου.
Ανυπολόγιστη υπήρξε η προσφορά της Μονής κατά τον αγώνα του 1821,
προσφορά οικονομική, κοινωνική, πνευματική.
Με τουρκικά φιρμάνια δόθηκαν προνόμια και ελευθερίες στη Μονή, γι’ αυτό και αποτέλεσε τόπο μυστικών συναντήσεων των αγωνιστών της περιοχής για την οργάνωση του κατά θάλασσα αγώνα. Πολλοί από τούς ναυμάχους είναι θαμμένοι στο προαύλιο της Μονής (Νικ. Αποστόλης, Τομπάζης, οικογένεια Μιαούλη, Μπουντούρης, Βατικιώτηδες κ.λ.π.).
Κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 Αγιορείτες μοναχοί από την Μονή Διονυσίου κατέφυγαν στο Μοναστήρι για να διαφυλάξουν τα ιερά κειμήλια του Μοναστηριού τους και το Ιερό λέιψανο του Τίμιου Προδρόμου και παρέμειναν φιλοξενούμενοι επί μία διετία.
Ο πρώτος Κυβερνήτης της πατρίδος μας, Ιωάννης Καποδίστριας, καθώς επίσης και οι μεγάλoι ναυμάχοι και καπεταναίοι Μιαούλης, Τομπάζης, Αποστόλης, Μπουντούρης, Δροσινός, ελάμβαναν ακατανίκητη δύναμη από το αγαπημένο τους Μοναστήρι, επικαλούμενοι τις πρεσβείες της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής έμπροσθεν της θαυματουργού εικόνας της.
Το 1828 ιδρύεται από τον Ιωάννη Καποδίστρια στις εγκαταστάσεις της Ι. Μονής, το πρώτο ορφανοτροφείο του έθνους για τα ορφανά των πολεμιστών του αγώνα. Στεγάστηκαν στο Μοναστήρι 180 ορφανά, των οποίων την επιμέλεια και φροντίδα ανέλαβε η Ι. Μονή.
Το 1830 ιδρύεται η πρώτη Εκκλησιαστική σχολή στην ανατολική πτέρυγα της Ι. Μονής από τον Ι. Καποδίστρια, με διευθυντή τον Ποριώτη ηγούμενο Ιγνάτιο Παγώνη, στην οποία παρακολουθούν τα μαθήματα 15 σπουδαστές. Το όραμα του πιστού Κυβερνήτου ήταν να αναδειχθούν μορφωμένοι κληρικοί για την ανάσταση του γένους.
Το Μοναστήρι συνέβαλε πάρα πολύ στη στήριξη του ηθικού των κατοίκων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και η Ι. Μονή αποτέλεσε σταθμό πνευματικού ανεφοδιασμού.
Εις αυτήν κατέφυγε το 1814 ομάδα
κολυβάδων μοναχών από το Άγιο Όρος,
οι οποίοι αργότερα ίδρυσαν την Μονή της Ζωοδόχου
Πηγής Λογοβάρδας της Πάρου.
Εις
αυτήν διέμεινε για 2 μήνες περίπου στις αρχές
του 20ου αιώνα και ο Άγιος
των χρόνων μας Άγιος Νεκτάριος καθώς
και άλλες Οσιακές μορφές που με τους ιδρώτες
των πνευματικών αγώνων τους και τα δάκτρυά
τους άγιασαν περισσότερο το Ιερό τούτο καταφύγο.
Το καθολικό, δηλαδή ο Ναός
της Ι. Μονής είναι δρομική βασιλική
μετά τρούλου, με πυργοειδές κωδωνωστάσιο
που εφάπτεται στο προστόον του Ναού.
Εκατέρωθεν
του προστόου (προναού), υπάρχουν: οι
τάφοι των Ναυάρχων, του Υδραίου
Μανώλη Τομπάζη δεξιά της εισόδου, και του
Ψαριανού Νικόλαου Αποστολή αριστερά.
Ο Ναός κοσμείται με περίφημο τέμπλο εξαιρετικής τεχνοτροπίας, έργο του 17ου αι., άριστης ξυλογλυπτικής τέχνης. Κατασκευάστηκε πιθανόν στην Μικρά Ασία, έχει 5 μέτρα ύψος, είναι σκαλισμένο σε ξύλο φλαμουριάς και επιχρυσομένο. Το μεγάλο ύψος του και η κλίση της επιφάνειάς του προς τον κυρίως Ναό, βοηθούν την καλή ακουστική του Ναού.
Δεξιά του τέμπλου βρίσκεται
φιλοτεχνημένη
η εφέστιος εικόνα της Μονής, η Παναγία
η Ζωοδόχος Πηγή,
η
οποία χρονολογείται το 1855 του Ιταλού ζωγράφου
Τσέκολι, καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών
Αθηνών. Πρόκειται περί
θαυμάσιας και ζωηρής παραστάσεως, όπου παρατηρεί
ο πιστός τα πολλά θαύματα που επετέλεσε
και επιτελεί η Παναγία.
Έμπροσθεν της εικόνος υπάρχει
ασημένια κανδήλα πιστοποιούσα το θαύμα που
έγινε το 1990, την ευεργετική βροχή που χάρισε
η Παναγία έπειτα από ικετευτική δέηση μοναχών
και κληρικών.
Απέναντι της εικόνος της
Ζωοδόχου Πηγής και αριστερά του τέμπλου, βρίσκεται
η εικόνα του Ιταλού Ραφαήλ Τσέκολι,
ιατρού και ζωγράφου (1849 έτος). Η εικόνα
παριστάνει την Παναγία Βρεφοκρατούσα με σκήπτρο.
Την
εικόνα αυτή χάρισε στο Μοναστήρι ο Τσέκολι
ως δείγμα ευχαριστίας για το ότι η θυγατέρα
του Αρτσία Τσέκολι, η οποία τελικά πέθανε
το 1847, έμεινε στο Μοναστήρι για θεραπεία
από την φυματίωση. Ο Τσέκολι έχει προσδόσει
χαρακτηριστικά της κόρης του στο πρόσωπο της
Παναγίας και του Χριστού. Εις το κάτω μέρος
της όλης παραστάσεως της εικόνος, εικονίζεται
το Μοναστήρι που περισκέπτει η Παναγία.
Θαυματουργός
επίσης και μεγάλης αξίας, είναι και η μικρή
εικόνα που ευρίσκεται αριστερά και
πλησίον της εισόδου του Ναού, σε
ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο. Είναι
η Παναγία η Αμόλυντος, που
χρονολογείται το 1590, στολισμένη
με αργυρεπίχρυσο κάλυμμα. Λέγεται
και "Εύρεσις" επειδή
βρέθηκε στο δάσος. Είναι δέησις Ζωσιμά Ιερομόναχου.
Στον Δυτικό τοίχο του Ναού, ευρίσκεται ανηρτημένη εικόνα του Παντοκράτορος Χριστού, εξαιρέτου τεχνοτροπίας (1780).
Κατά την παράδοση, υπάρχουν και άλλες 2 εικόνες που είναι αφιερώματα των Ναυάρχων Βασιλείου Μπουντούρη και Ανδρέα Μιαούλη. Λέγεται ότι ο Μιαούλης είχε τούτη την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, με αργυρεπίχρυσο κάλυμμα, εις το πολεμικό του πλοίο τον "Άρη". Την είχε ανηρτημένη στην γέφυρα του πλοίου και επικαλείτο την Παναγία συχνά κατά την διεξαγωγή των ναυμαχιών.
Εις τον εξωτερικό νότιο τοίχο του καθολικού, είναι ενσωματωμένο και το ηλιακό ρολόϊ, έργο του Ιερομονάχου Γαλακτίωνος Γαλάτη, προηγουμένου της Ι. Μονής.
Η Μονή συντηρούσε με χρήματά της το Ελληνικό Σχολείο του Πόρου. Φιλοξένησε και περιέθαλψε πρόσφυγες Κρήτες. Βοήθησε υλικά και ηθικά τον λαό του Πόρου, κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Δώρισε κατά την 10ετία 1950 μεγάλες εκτάσεις της σε ακτήμονες. Παραχώρησε τμήματα των εκτάσεών της για την λειτουργία των Εκκλησιαστικών Κατασκηνώσεων της Μητροπόλεώς μας και του Πνευματικού Κέντρου «Ο Άγιος Λεωνίδης».
Τα τελευταία χρόνια έγινε μεγάλη αναπαλαίωση της Μονής με φροντίδα του τότε ηγουμένου της και νυν Μητροπολίτου μας κ. Εφραίμ και με επιστασία του Προηγουμένου π. Πανάρετου Ασημακόπουλου.
Η Ι. Μονή υπάγεται
σήμερα εις την Ιεράν Μητρόπολη Ύδρας,
Σπετσών, Αίγινας, Ερμιόνης και Τροιζηνίας.
Αριθμεί 17 εγγεγραμμένους μοναχούς, 3
μονίμως εγκαταβιούντας, οι οποίοι πέραν των
μοναχικών των καθηκόντων, εργάζονται και ιεραποστολικώς
εις την ευρυτέραν περιοχήν της τοπικής Εκκλησίας.
Ηγούμενος είναι
ο π. Λουκάς Ζήσιμος.
Ώρες επισκέψεων:
07.30-13.00&16.00-Δύση Ηλίου
Ημέρες πανηγύρεων:
Παρασκευή
της Διακαινησίμου.
Ιερά
Μονή Ζωοδόχου Πηγής Καλαυρίας,
Πόρος
Τροιζηνίας ,18020
Τηλ:.22980-22926
Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Πέντε χιλιόμετρα βόρεια από την πόλη του Πόρου σώζονται τα ερείπια του Ρωσικού Ναυστάθμου. Εκεί το 1834 οικοδομήθηκαν αποθήκες και φούρνοι για να ανεφοδιάζεται ο Ρωσικός Στόλος που έπλεε στα νερά του Αιγαίου. Οι Ρώσοι διατήρησαν την ιδιοκτησία μέχρι το 1900. Από το 1989, με υπουργική απόφαση, ο Ρωσικός Ναύσταθμος χαρακτηρίστηκε ως ιστορικά διατηρητέο μνημείο, λόγω του μεγάλου αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος.
Ιστορικά στοιχεία
Τον Απρίλιο του 1770 έφτασε στην Ελλάδα μοίρα του ρωσικού στόλου με αρχηγό τον Αλέξη Ορλώφ, προκειμένου να υποκινήσει τους υπόδουλους Έλληνες σε εξέγερση κατά των Τούρκων, που την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Ρώσσους. Ο ρωσικός στόλος όμως ταλαιπωρήθηκε επί μήνες στο Αιγαίο σε αλλεπάλληλες επιχειρήσεις κατά του τουρκικού στόλου, στις οποίες οι Ρώσσοι έδειξαν μεγάλη νωθρότητα και αδεξιότητα.
Μετά από μια ναυμαχία με τον τουρκικό στόλο τον Οκτώβριο του 1770 στην Λήμνο, ο Ορλώφ πανικόβλητος πήρε μια φρεγάτα και έφυγε, δίνοντας διαταγή να τον ακολουθήσει όλος ο στόλος στην Ιταλία. Τότε οι Έλληνες που μετείχαν στα πληρώματα του, τον έπεισαν με χίλιες δύο παρακλήσεις να μην εγκαταλείψει τον αγώνα. Έτσι γύρισε πάλι στα Ελληνικά παράλια και έστησε το ναυαρχείο του στον Πόρο, από το οποίο διοικούσε δεκατέσσερα νησιά του Αιγαίου που είχε στην κατοχή του.
Στον Πόρο ο Ορλώφ κατασκεύασε τις ρώσσικες αποθήκες στη θέση που σήμερα είναι το Κ.Ε. ΠΟΡΟΣ. Μαζί με τις αποθήκες κατασκεύασε φούρνο, μαγειρεία και άλλα κτίρια για την υποστήριξη του στόλου του.
Αυτά τα κτίρια αγόρασε το Ελληνικό κράτος το 1834, όταν ίδρυσε εκεί τον πρώτο Ναύσταθμο του Ελληνικού κράτους. Ο Πόρος είχε καταστεί τότε "Ο ναύσταθμος της Ελληνικής Ναυτικής Δυνάμεως, ούσα εκ φύσεως εις τούτου προσδιορισμένη" και "το φυτώριο ούτως ειπείν των Ελληνικών ναυτών."
Την εποχή εκείνη, εκτός από τα Ελληνικά πλοία, προσορμίζονταν στα υπήνεμα στενά του Πόρου ο Γαλλικός, ο Αγγλικός και ο Ρωσσικός Στόλος.
Η Ναυτική Ρωσσική Υπηρεσία, μετά την πώληση στο Ελληνικό Κράτος των παλαιών αποθηκών, κατασκεύασε καινούργιες το 1834 στην περιοχή του Νεωρείου, που σήμερα λέγεται Ρωσσικός Ναύσταθμος, στον κόρφο του όρμου, απέναντι από το νησάκι "Δασκαλειό".
Τα κτίρια αυτά χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση υλικών και τροφίμων, παρασκευή διπυρίτου άρτου (γαλέτας) και αποθήκευση γαιανθράκων για την τροφοδοσία του Ρωσσικού στόλου που βρισκόταν στην Μεσόγειο.
Ο χώρος παραχωρήθηκε στη Ρωσσική Κυβέρνηση από την τότε Δημογεροντία του Πόρου, σε ένδειξη ευχαριστίας για την προσφορά του Ρωσσικού Στόλου στην Ελληνική υπόθεση.
Την ιδιοκτησία των αποθηκών και των φούρνων του Ρωσσικού Ναυστάθμου διατήρησαν οι Ρώσοι με την επιτήρηση μισθοδοτούμενου φύλακα μέχρι το έτος 1900, οπότε ο πρεσβευτής της Ελλάδος στην Πετρούπολη Αλ. Τομπάζης, γνωρίζοντας την ερειπωμένη κατάσταση τους έπεισε την Ρωσσική Κυβέρνηση να παραχωρήσει την κυριότητα τους στην Ελληνική Κυβέρνηση. Τελευταίος φύλακας που πληρωνόταν από την Ρωσσική Πρεσβεία αναφέρεται ο Παναγιώτης Σαλωνίτης και μετά τον θάνατο του η γυναίκα του.
Το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε την περιοχή του Ρωσσικού Ναυστάθμου με τα παλαιά κτίρια αρχικά στον ιδιώτη Ν. Σχιζά και στη συνέχεια έγιναν και άλλες μεταβιβάσεις από ιδιώτη σε ιδιώτη.
Τελικά, το 1989, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, τα κτίρια αυτά του Ρωσσικού Ναυστάθμου χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικά και διατηρητέα μνημεία και ορίστηκε ζώνη προστασίας 100 μέτρων γύρω από το περίγραμμα των κτιρίων.
Σήμερα η παραλία του Ρωσσικού Ναυστάθμου έχει καθαρή άμμο και θάλασσα κατάλληλη για μπάνιο, ενώ στην θαλάσσια περιοχή του κόλπου ελλιμενίζονται το καλοκαίρι πολλά κότερα.
Τα βράδια η περιοχή χρησιμοποιείται πολλές φορές για συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία Ρωσσικού Ναύσταθμου
Ο Ρωσσικός Ναύσταθμος σήμερα είναι συγκρότημα πέτρινων ημιερειπωμένων κτιρίων.
Το κυρίως κτίριο, που δεσπόζει πάνω στην παραλία, αποτελείται από τρεις στενομέτωπους, ορθογωνικής κάτοψης χώρους τοποθετημένους στην σειρά, που στεγάζονται με ισάριθμους μεγάλους θόλους.
Η όψη τους προς την παραλία είναι σχεδόν διώροφη και χωρίζεται σε δύο ζώνες, με μια οριζόντια διακοσμητική ταινία από λείο σοβά.
Οι θόλοι κρύβονται με ψηλό στηθαίο που κοσμείται με οριζόντια μαρμάρινη ταινία με γραμμικές κάθετες ραβδώσεις. Τα ανοίγματα τοποθετούνται αξονικά και επαναλαμβάνονται ρυθμικά, ίδια για κάθε θόλο και έχουν γραμμικό πέτρινο υπέρθυρο με διακοσμητικό κλειδί.
Στο εσωτερικό οι θόλοι έχουν κατεδαφιστεί και διακρίνονται μόνο τα ίχνη τους πάνω στους τοίχους.
Πίσω από το κυρίως κτίριο υπάρχει ένα δεύτερο συγκρότημα αποθηκών που βλέπουν σε κεντρική είσοδο, προβάλλουν τα ημικυκλικά τύμπανα τους στην κύρια όψη. Η βάση τους υπογραμμίζεται με γείσο από σχιστόπλακες.
Ο ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΨΗΦΤΑΣ
Η Ψήφτα είναι μία παραθαλάσσια τοποθεσία που συνδυάζει αρμονικά το παραθεριστικό, το οικολογικό και το ιστορικό-αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον.
Πιο συγκεκριμένα, πέρα από την ομορφιά του φυσικού τοπίου, όλη η περιοχή ανήκει σε ένα πολύ ενδιαφέρον οικοσύστημα και ο υγρότοπός της χαρακτηρίζεται ως λιμνοθάλασσα και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς υδροβιότοπους της Ελλάδας.
Για την σπάνια ομορφιά της έχει κηρυχθεί όπως και ολόκληρη η περιοχή ως "περιοχή εξαίρετου φυσικού κάλλους" από το υπουργείο Πολιτισμού.
Η Ψήφτα, ένας από τους λιγοστούς υγροτόπους της νότιας Ελλάδας, είναι μια ρηχή λιμνοθάλασσα με πλούσιους καλαμιώνες και βάλτους που συνήθως το χειμώνα πλημμυρίζει ενώ το καλοκαίρι η επιφάνειά της κατεβαίνει, δημιουργώντας αλίπεδα και χαμηλή αλοφυτική βλάστηση.
Ο υδροβιότοπος της Ψήφτας έχει τεράστια σημασία για τα μεταναστευτικά πουλιά αφού αποτελεί σταθμό ξεκούρασης και ανεφοδιασμού των πτηνών. Ιδιαίτερα την άνοιξη, όπου τα μεταναστευτικά πουλιά καταφθάνουν εξαντλημένα από την πτήση τους πάνω από την άγονη έρημο και τη Μεσόγειο θάλασσα, η ύπαρξη ενός τέτοιου υγροτόπου είναι σωτήρια για την επιβίωση τους. Εδώ τα πουλιά βρίσκουν τροφή και ασφαλή χώρο να κουρνιάσουν.
Ο υδροβιότοπος επίσης αποτελεί σημαντικό καταφύγιο για τα πουλιά το χειμώνα, κυρίως για κύκνους, ερωδιούς και πάπιες. Σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς οι αριθμοί των πουλιών αυξάνονται καθώς και η ποικιλία των ειδών.
Σύμφωνα με μελέτες ειδικών ορνιθολόγων έχει εκτιμηθεί ότι 89 είδη πουλιών από 34 διαφορετικές οικογένειες μεταναστεύουν ή διαχειμάζουν σε αυτόν τον τόσο σημαντικό υδροβιότοπο.
Συμπερασματικά ο Υδροβιότοπος της Υδρας είναι ένας πραγματικός παράδεισος για σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας ενώ φιλοξενεί πολύ μεγάλη ποικιλία πτερωτής πανίδας.
Γύρω γύρω στον υδροβιότοπο έχουν στηθεί περίπτερο πληροφόρησης επισκεπτών και δύο ξύλινα παρατηρητήρια πουλιών, αρμονικά δεμένα με το περιβάλλον, στα οποία ανεβαίνοντας παρατηρούμε καλύτερα το τοπίο, το πέταγμα των πουλιών, και απολαμβάνουμε την ηρεμία, την απλότητα και την ομορφιά αυτού του σπάνιου φυσικού περιβάλλοντος.
Για τη συμπλήρωση του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα και γύρω του Υδροβιότοπου, έχουν φυτευτεί 2.550 δέντρα και θάμνοι, κατάλληλων ειδών που ευδοκιμούν στην περιοχή.
Στον υδροβιότοπο και στη γύρω περιοχή του, δημιουργήθηκαν χωμάτινοι και πλακόστρωτοι διάδρομοι και μονοπάτια, τα οποία μαζί με το ξύλινο γεφύρι και τις διακριτικές ξύλινες ενημερωτικές πινακίδες διευκολύνουν την διέλευση και την παρατήρηση του φυσικού τοπίου.
Στην περιοχή της Ψήφτας ως σημαντικότερο αρχαιολογικό μνημείο χαρακτηρίζονται τα παρακείμενα ερείπια του Ναού της Σαρωνίας Αρτέμιδος της αρχαϊκής περιόδου.
Επίσης μέσα στη θάλασσα, μπροστά στην παραλία της Ψήφτας, βρίσκεται η "Βυθισμένη πολιτεία" των Ρωμαϊκών χρόνων, που υπολογίζεται ότι είχε έως και 70.000 κατοίκους. Διακρίνονται στοιχεία τοιχοποιίας από αυτή καθώς και σπαράγματα ρωμαϊκών αγγείων.
ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟΓΕΦΥΡΟ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΖΗΝΑ
Το Διαβολογέφυρο είναι μια απόκρημνη περιοχή με άγρια ομορφιά που βρίσκεται πάνω από το χωριό της Τροιζήνας. Είναι μια πανέμορφη χαράδρα με πλούσια βλάστηση, γεμάτη από πικροδάφνες, αιωνόβια δέντρα και πλατάνια. Στο βάθος της τρέχει ένα μικρό ποτάμι, που κατεβαίνει από τα βουνά δημιουργώντας σε ορισμένα σημεία του μικρές λίμνες με παγωμένο πεντακάθαρο νερό ανάμεσα σε τεράστια βράχια. Μικροί καταράκτες κυλούν σε λειασμένα βράχια. Καβουράκια, πεταλούδες και πολύχρωμα έντομα ξεπηδούν από παντού.
Το φαράγγι είναι περπατητό, είναι καταπράσινο, χωρίς ίχνος πολιτισμού και περιλαμβάνει πολλές κολύμπες, jump, τσουλήθρες και νερό ακόμη και το καλοκαίρι. Σε διαστήματα έχουν τοποθετηθεί ξύλινα στηρίγματα και χοντρά σκοινιά για να βοηθούν στην κατάβαση και ανάβαση στο φαράγγι.
Ένας θρύλος αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας ο πασάς της περιοχής διέταξε ένα φημισμένο πρωτομάστορα να κατασκευάσει γέφυρα σε αυτή την πολύ απόκρημνη τοποθεσία, στο μεγάλο ποτάμι του Δαμαλά, το Χρυσορρόα, αλλιώς θα του 'περνε το κεφάλι. Η δυσκολία βρισκόταν στο γεγονός ότι στο σημείο εκείνο οι δυο βράχοι που θα μπορούσε να στηριχτεί η γέφυρα ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο.
Ο γεφυροποιός προσπάθησε δυο φορές να στηρίξει την γέφυρα, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ενώ ετοιμαζόταν για την τρίτη προσπάθεια (αν αποτύγχανε θα αποκεφαλιζόταν) εμφανίστηκε ο διάβολος, ο οποίος του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει με αντάλλαγμα την ψυχή του.
Ο γεφυροποιός δέχτηκε, και τότε σε μια νύχτα κατασκευάστηκε η γέφυρα. Το ίδιο βράδυ ο διάβολος δώρισε στον πρωτομάστορα ένα πιθάρι χρυσά φλουριά. Ο γεφυροποιός έγινε πάμπλουτος, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί τα πλούτη του πέρα από έξη χρόνια. Μια μέρα ενώ διέσχιζε τη γέφυρα, για να επισκεφθεί το σημείο που είχε κρυμμένο το θησαυρό του, σηκώθηκε άγριος άνεμος, τον πήρε και τον εξαφάνισε. Την ίδια στιγμή κεραυνός έκαψε το σπίτι και την οικογένεια του. Έτσι, σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, η γέφυρα αυτή ονομάστηκε "Διαβολογέφυρο".
Το περίεργο είναι ότι στους βράχους γύρω από τη γέφυρα υπάρχουν βαθουλώματα σαν διχαλωτές πατημασιές κατσίκας (τέτοια πόδια έχει λένε και ο Διάβολος). Ίσως αυτές να έδωσαν την αφορμή να πλαστεί αυτός ο θρύλος.
Όμως η οπλή αυτή μοιάζει και με οπλή αλόγου, πράγμα που ίσως έκανε τους αρχαίους Τροιζήνιους να πιστεύουν ότι την έκανε το φτερωτό άλογο "Πήγασος" και για αυτό το λόγο ονόμασαν το νερό που έτρεχε "Ιπποκρήνη".
Ο δρόμος για το Διαβολογέφυρο ξεκινά από το χωριό της Τροιζήνας και λίγο πιο πάνω γίνεται χωματόδρομος, δύσβατος, γεμάτος στροφές, μικρά χαντάκια και λακούβες. Ο "ελικοειδής" δρόμος περνά ανάμεσα από τις αρχαιότητες της Αρχαίας Τροιζήνας και τους ελαιώνες της περιοχής για να φθάσει στο Διαβολογέφυρο που βρίσκεται σε υψόμετρο 565 μέτρων.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το παμπάλαιο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας, καταρρακωμένο από το χρόνο, αγωνίστηκε να σταθεί όρθιο στην πλαγιά των Αδερών, μέσα στο χρόνο.
Σε πείσμα των αιώνων που πέρασαν διατήρησε την Εκκλησία και τις θαυμάσιες Αγιογραφίες τόσο στον Πρόναο όσο και στο εσωτερικό του, αν και κάποιοι ασβέστωσαν πολλές από αυτές.
Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου ιδρύθηκε το 1455, δυο χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης, για τη διατήρηση και διάσωση του Χριστιανισμού. Πράγματι ο στόχος επιτεύχθηκε και το Μοναστήρι "επανδρώθηκε" σημαντικά και κάποιες εποχές είχε ακόμη και 100 μοναχούς. Η Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε πολεμίστρες και στα χρόνια του 1821 ήταν τόπος συνάντησης Φιλικών και Αγωνιστών.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παϊσιος ο Β, με "σιγίλιό" του (έγγραφο σε μεμβράνη) είχε χαρακτηρίσει τη Μονή, Σταυροπηγιακή, δηλαδή ότι στα θεμέλιά της είχε κτισθεί σταυρός. Το Μάρτη του 1798, διαρκούσης της Τουρκοκρατίας ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε, με δικό του «σιγίλιο» επικύρωσε το προηγούμενο.
Εκείνα τα χρόνια η Μονή "έζησε" τις καλύτερες μέρες της, ενώ αποτελούσε πάντα φάρο της ορθοδοξίας, αφού οι Τούρκοι είχαν παραχωρήσει πολλά προνόμια στις Μονές. Κατά την επανάσταση οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να την κάψουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τότε όμως έφυγαν και οι λίγοι πλέον μοναχοί, που υπήρχαν εννέα τον αριθμό και μερικοί πήγαν στη Μονή της Κοίμησης της Παναγίας στο Βίδι, που καταργήθηκε αργότερα από τον Όθωνα, και άλλοι στο Μοναστήρι του Πόρου. Από τότε η Μονή εγκαταλείφθηκε.
Με την υπ αριθμ. 1364 από 22-12-2005 απόφαση του Μητροπολίτη Ύδρας Σπετσών Αιγίνης Τροιζηνίας Ερμιονίδος κ. Εφραίμ έγινε ανασύσταση της Μονής υπό τον αρχιερατικό επίτροπο Τροιζηνίας π. Γεώργιο Στόκο και έχει ξεκινήσει η απαιτούμενη μελέτη αποκατάστασης και αναστύλωσής της, ώστε να είναι δυνατή η επαναλειτουργία της.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Νότιο-ανατολικά της Τροιζήνας, ψηλά στις πλαγιές των Αδερών, στα 3.1 χιλιόμετρα από το χωριό, στη θέση "Άγιος Παντελεήμων" βρίσκεται η Μονή της Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, στην οποία διαβιώνουν 14 μοναχοί.
Σκαρφαλωμένη στο βουνό και πνιγμένη στο πράσινο η Ιερά Μονή Κεχαριτωμένης Θεοτόκου στην Τροιζήνα και συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών κάθε χρόνο.
Ιδρύθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο και θεμελιώθηκε το 1976 από τον τότε Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεο και οι πρώτοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι στις 15 Απριλίου 1977, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής.
Mετά από πέντε χρόνια, το 1982, στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, εγκαινιάστηκε ο σημερινός Ναός από τον αείμνηστο Επίσκοπο Συνάδων Γερμανό.
Είναι η δεύτερη άβατη ανδρική Μονή της Μητροπόλεως Ύδρας και αποτελεί σύγχρονο θαύμα η ανοικοδόμηση του τεραστίου οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, χωρίς περιουσιακά στοιχεία και πόρους, που έγινε με γενναίες προσφορές και δωρεές αλλά και με χειρονακτική εργασία πολλών μοναχών.
Πρώτος ηγούμενος ήταν ο Συμεών Κούτσας, μετά ο Ησύχιος Πέπας και στη συνέχεια ο Πανοσιολογιώτατος Σπυρίδων Παυλόπουλος.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗ
Ο Παλαιοχριστιανικός Ναός της Παρθένου Μαρίας στην Επισκοπή και ο κυρίως Ναός χρονολογείται στον 12 αι. Πρόκειται για ένα επιμηκές κτίριο, που κατασκευάστηκε στη θέση κάποιου παλιού ναού της Τροιζήνας. Από τα σωζόμενα λείψανα διακρίνονται τα εξής: α) ο κυρίως ναός, β) ο νάρθηκας, γ) τα προσκίματα έξω από το νάρθηκα μαζί με τον περίβολο. Αυτά τα στοιχεία κατασκευάστηκαν διαδοχικά, όπως συμπεραίνουμε από τη διαφορετική τοιχοδομία τους, αλλά και από άλλες τεχνικές ενδείξεις.
α) Ο κυρίως ναός αποτελείται από ένα επιμηκές ορθογώνιο κτίσμα, που διαιρείται σε τρία μέρη, στον κυρίως ναό, στο νάρθηκα και στο ιερό. Βρέθηκαν κιονόκρανα και ο Ορλανδός που έκανε τις αρχαιολογικές έρευνες υποθέτει πως θα ήταν Ιωνικά. Το ιερό κατελάμβανε μεγάλη επιφάνεια και διαιρούνταν κατά το πλάτος σε τρία διαμερίσματα, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με δύο ανοίγματα, ένα μεγάλο προς Ανατολή και ένα μικρότερο προς τη Δύση. Οι κόγχες του ναού είναι υπερυψωμένες και έχουν μεγάλο βάθος.
Από τη γλυπτή διακόσμηση του ναού, βρέθηκαν μόνο τεμάχιο θωρακίου από σκοτεινόχρωμο μάρμαρο, πάνω στο οποίο εικονίζεται το πίσω μισό παγωνιού. Οι πτερούγες και η ουρά διακρίνονται για τη γραμμικότητα και τη σχηματοποίηση τους. Ο Ορλανδός υποθέτει, ότι προέρχεται από το τέμπλο του ναού. Αυτό το συμπεραίνουμε από το σύστημα δομής, τη χρήση ασπίδων για τις οροφές των γωνιαίων διαμερισμάτων και εκτέλεση του δαπέδου με μαρμαροθέτημα.
Από μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι η Επισκοπή σαν Ναός υπήρχε από τον 9ο αι. Λείψανα της είναι μαρμάρινο Ιωνικό κιονόκρανο και μαρμάρινη πλάκα, που επάνω φέρει στέψη και κάτω ταινία, ενώ στο μέσο της μπροστινής όψης ανάγλυφο κύκλο που περιβάλλει το σχήμα του σταυρού, στα κάτω διαμερίσματα του οποίου έχουν χαραχθεί τα γράμματα Α και Ω. Ίσως η πλάκα προέρχεται από το χαμηλό τέμπλο της παλιότερης βασιλικής. Από εκεί θα προέρχεται και το μαρμάρινο τεμάχιο της βάσης εξάγωνου άμβωνα, που διασώζει και αφιερωτική επιγραφή.
β) Ο εξωνάρθηκας φέρει εσωτερικά τυφλές αψίδες και μόνο στο νότιό του διαμέρισμα καλύπτονταν με χαμηλωμένο σφαιρικό θόλο.
γ) Τα προσκτίματα: ο εξωνάρθηκας είχε εκτός από τις 3 θύρες επικοινωνίας με το ναό και τρεις εξωτερικές. Μπροστά από την μεσαία πόρτα κατασκευάστηκε θολωτός πυλώνας που καλύφθηκε με ασπίδα,
Δεξιά του πυλώνα υπήρχε ορθογώνιο διαμέρισμα, ενώ στα νότια του πυλώνα χτίστηκε αρκοσόλιο. Η τοιχοποια των κτισμάτων αυτών είναι ευτελέστερη και άρα θα μπορούσαμε να τα τοποθετήσουμε χρονικά στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Την αυλή την κλείνει μαντρότοιχος, που ξεκινά από βόρεια, προχωρά παράλληλα προς το ναό και συνεχίζει προς τα νότια, παράλληλα με τα προσκτίσματα.